πάστρεμα

πάστρεμα
το [παστρεύω]
1. καθάρισμα, καθαριότητα
2. μτφ. ολοκληρωτική εξόντωση, εξολόθρευση, ξεπάστρεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάστρεμα — το η πράξη του παστρεύω, εξόντωση, λεηλασία, εξαφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… …   Dictionary of Greek

  • εκκαθάριση — η 1. ξεκαθάρισμα, καθαρισμός, πάστρεμα. 2. η απαλλαγή από κάθε άχρηστο και περιττό: Εκκαθάριση της βιβλιοθήκης. 3. η ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία όσων πλεονάζουν ή θεωρούνται ανίκανοι ή επιζήμιοι: Εκκαθάριση του στρατεύματος από τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθάρισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαρίζω, καθαρισμός, πάστρεμα: Πλήρωσα γυναίκα για το καθάρισμα του σπιτιού. 2. απομάκρυνση κάθε άχρηστης ή επιβλαβούς ουσίας: Για το καθάρισμα των ραδικιών χρειάστηκα μία ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”